- κατέρχομαι
- (AM κατέρχομαι)1. πορεύομαι προς τα κάτω, έρχομαι κάτω, κατεβαίνω, κατευθύνομαι από ψηλότερη θέση σε χαμηλότερη (α. «ο παγετώνας κατέρχεται αργά» β. «πάντες δ' Ούλύμποιο κατήλθομεν», Ομ. Ιλ.γ. «οὔπω κατῆλθον αὖθις... εἰς Ἅιδου», Ευρ.)2. μεταβαίνω από την περιφέρεια προς το κέντρο (α. «πολλοί από την επαρχία κατήλθαν στην πρωτεύουσα» β. «Φίλιππος δἐ κατελθὠν εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας ἐκήρυσσεν», ΚΔ)3. έρχομαι από μεσόγειο σε παράλιο τόπο ή από βόρεια σε νοτιότερη χώρα4. μτφ. (για καλά ή δεινά) παρέχομαι, έρχομαι από τον θεό («οὐ ἔστιν αὕτη ἡ σοφία ἄνωθεν κατερχομένη, ἀλλ' ἐπίγειος», ΚΔ)5. (για πλοίο) έρχομαι από το πέλαγος στην παραλία, στο λιμάνι6. κυλώ, χύνομαι, εκβάλλω (α. «ο Δούναβης κατέρχεται στον Εύξεινο» β. «ἐκλύσθη δἐ θάλασσα κατερχόμενης ὑπὸ πέτρης», Ομ. Οδ.)7. (για εξόριστους, ξενιτεμένους κ.λπ.) επανέρχομαι στην πατρίδα, επαναπατρίζομαι («φυγὰς κατελθών», Σοφ.)νεοελλ.1. μτφ. (για αξία, τιμή πράγματος κ.λπ.) μειώνομαι, εκπίπτω («το δολάριο συνεχώς κατέρχεται»)2. (για τόπο) έχω κλίση προς τα κάτω, είμαι κατηφορικός3. (για πυρετό) μειώνομαι, λιγοστεύω4. κάνω κάτι που μειώνει την υπόληψη ή την αξιοπρέπειά μου5. καταντώ, ξεπέφτωμσν.1. πηγαίνω, αναχωρώ2. διέρχομαι, περνώ από κάπου3. ορμώ, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου4. αναζητώ, ανατρέχω5. συγκατανεύω6. φρ. «κατέρχομαι εἰς νεκρούς» — πεθαίνω.
Dictionary of Greek. 2013.